- συγγαμέτης
- συγγᾰμέτης, ου, [dialect] Dor. [suff] σῠβωτ-τας, ὁ,A husband, IG12(5).307 ([place name] Paros).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγγαμέτης — και δωρ. τ. συγγαμέτας, ὁ, Α σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γαμέτης «σύζυγος»] … Dictionary of Greek
συγγαμέτας — συγγαμέτᾱς , συγγαμέτης husband masc acc pl συγγαμέτᾱς , συγγαμέτης husband masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)